ἐπιτωθάζων

ἐπιτωθάζων
ἐπιτωθάζω
mock
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επιτωθάζω — ἐπιτωθάζω (Α) 1. αστειεύομαι, σκώπτω, χαριεντίζομαι («τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον καὶ [πράως] ἐπιτωθάζων», Πλάτ.) 2. περιγελώ, χλευάζω, περιπαίζω («ἐπιτωθάζων τὸ γεγονός», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τωθάζω «κοροϊδεύω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”